ἐκλύει

ἐκλύει
ἐκλύω
set free
pres ind mp 2nd sg (epic)
ἐκλύω
set free
pres ind act 3rd sg (epic)
ἐκλύ̱ει , ἐκλύω
set free
pres ind mp 2nd sg
ἐκλύ̱ει , ἐκλύω
set free
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

  • εξώθερμος — ή εξωθερμικός, ή, ό 1. αυτός που κατά την παραγωγή του εκλύει θερμότητα («εξωθερμική αντίδραση») 2. ο παραγόμενος από εξωθερμική αντίδραση …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • μυοκάρδιο — (Ανατ.). Ο μυικός ιστός της καρδιάς· η μικροσκοπική δομή του μοιάζει με των γραμμωτών μυών, αλλά τον κάνουν να διαφέρει από αυτούς οι αναστομώσεις που υπάρχουν μεταξύ των μυικών ινών, η κεντρική θέση των πυρήνων, η παρουσία χαρακτηριστικών… …   Dictionary of Greek

  • πισσόλιθος — Ηφαιστειακή ύαλος με περιεκτικότητα νερού μέχρι 10%. Έχει χρώμα μαύρο, κόκκινο ή ανοιχτό πράσινο με λιπαρή στιλπνότητα. Περιέχει μικρόλιθους και μερικές φορές εγκλείσεις. Οι π. διακρίνονται σε λιπαριτικούς, τραχειτικούς, διαβασικούς και… …   Dictionary of Greek

  • ρυπαντής — ο, Ν [ρυπαίνω] πηγή ρύπανσης που εκλύει ρύπους, όπως είναι λ.χ. τα εργοστάσια και οι υπόνομοι …   Dictionary of Greek

  • αιθυλενογλυκόλη — Οργανική ένωση του τύπου CH2(OH) CΗ2ΟΗ) Λέγεται και αιθυλεναλκοόλη ή απλώς γλυκόλη. Είναι άχρωμο υγρό λίγο δυσκίνητο, με γλυκιά γεύση και ειδικό βάρος 1,125(0). Βράζει στους 197 197,5° και όταν θερμανθεί, διαλύει εύκολα τα αλκάλια. Η άνυδρη α.… …   Dictionary of Greek

  • βενζόη — Βαλσαμική ρητίνη, η οποία προέρχεται από μερικά δέντρα της οικογένειας των στυρακοειδών με εντομή στον κορμό του φυτού. Κάτω από την εντομή σχηματίζονται –στα πρώτα τρία χρόνια– μικροί θρόμβοι β., που αποτελούν την εκλεκτή παραγωγή· στα επόμενα,… …   Dictionary of Greek

  • θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • καρβοράνιο — Ομάδα ενώσεων που περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και βόριο, με χαρακτηριστικό αντιπρόσωπο το ορθο καρβοράνιο (B10C2H12). Ορισμένα μέλη της ομάδας μπορεί να περιέχουν και ακόρεστες οργανικές ομάδες (ισοπροπυλενκαρβοράνιο). Το κ. παρασκευάζεται κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”